- ταξάτος
- άτη, -ον, ΜΑφορολογημένοςμσν.το αρσ. ως ουσ. ὁ ταξᾱτοςτακτικός στρατιώτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taxatus, μτχ. τού ρ. taxο «ορίζω, υπολογίζω, διατιμώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταξάτων — τάσσω draw up in order of battle aor imperat act 3rd dual ταξά̱των , ταξᾶτος taxatus fem gen pl ταξά̱των , ταξᾶτος taxatus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξάτους — ταξά̱τους , ταξᾶτος taxatus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάξατε — τάσσω draw up in order of battle aor imperat act 2nd pl τάσσω draw up in order of battle aor ind act 2nd pl (homeric ionic) τάξᾱτε , ταξᾶτος taxatus masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)